νόσος

νόσος
Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή, μια αγκύλωση ή μια ουλή που προκλήθηκαν από παθολογικές καταστάσεις στο παρελθόν, δεν αποτελούν ν., γιατί απουσιάζει πλέον η εξέλιξη της διαδικασίας και η αντίδραση του οργανισμού. Η έννοια της ν. διαχωρίζεται και από την έννοια του συνδρόμου· στο σύνδρομο πρόκειται για μια ομάδα συμπτωμάτων ενωμένων σε μια κλινική εικόνα, η οποία μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικά αίτια. Στον καθορισμό μιας ν., σε αυτό που ονομάζεται νοσολογική εικόνα της, θεμελιώδη στοιχεία είναι η αιτιολογία, δηλαδή η μελέτη των αιτίων, η παθογένεια, η μελέτη του τρόπου εμφάνισης, της πάθησης, και των συμπτωμάτων της και η παθολογική ανατομική της· από κλινική άποψη, η νοσολογική εικόνα συμπληρώνεται από τα υποκειμενικά και αντικειμενικά συμπτώματα, από την πορεία της ν., από τις διαγνωστικές μεθόδους και από τα αποτελέσματα. Οι ν. διακρίνονται, ανάλογα με την εξέλιξή τους, σε οξείες, υποξείες, υποχρόνιες και χρόνιες· η ιδανική ταξινόμησή τους θα ήταν η αιτιολογική, δηλαδή ανάλογα με τα αίτια, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τα αίτια δεν είναι γνωστά και γι’ αυτό ακολουθούνται μεικτά κριτήρια, που άλλες φορές βασίζονται στο πρώτο αίτιο (λοιμώδεις ν., παρασιτικές ν. κ.ά.), άλλες φορές στο οργανικό σύστημα που προσβάλλεται (νόσοι του νευρικού συστήματος, του ενδοκρινικού κ.ά.), άλλες φορές στο ανατομοπαθολογικό τους υπόστρωμα (φλεγμονές, νεοπλασίες κ.ά.), ή ακόμα σε κριτήρια που ποικίλλουν ανάλογα με την παράδοση και τις απόψεις των διάφορων ιατρικών σχολών.
* * *
η (ΑΜ νόσος, Α επικ. και ιων. τ. νοῡσος)
1. διαταραχή τών φυσιολογικών διεργασιών τού οργανισμού ή τμημάτων του λόγω εξωτερικών ή εσωτερικών αιτίων, νόσημα, αρρώστια, ασθένεια
2. φρ. «ιερά νόσος» — η επιληψία
νεοελλ.
φρ. α) «επαγγελματική νόσος» — ασθένεια που προσβάλλει όσους εργάζονται σε ειδικά επαγγέλματα με επικίνδυνες συνθήκες εργασίας
β) «νόσος ενδημική»
ιατρ. κάθε αρρώστια που εμφανίζεται σταθερά σε έναν τόπο
γ) «νόσος επιδημική»
ιατρ. κάθε νόσος με μεγάλη μεταδοτικότητα που προσβάλλει σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλο τμήμα τού πληθυσμού
μσν.-αρχ.
πολιτική αναταραχή, στάση
αρχ.
1. επιδημία, λοιμός
2. παραφροσύνη, τρέλα
3. αθλιότητα, δυστυχία
4. όλεθρος, καταστροφή
5. (για την τρίαινα τού Ποσειδώνος) αιτία μεγάλης ταραχής
6. φρ. «πεντεσύριγγος νόσος» — ο κύφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη τού τ. νοῦσος στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *νόσFος, από όπου με αντέκταση προήλθε η νόθος δίφθογγος -ου-στην Ιωνική, ενώ στην αττική διάλεκτο παρατηρείται σίγηση τού -F- χωρίς αντέκταση (πρβλ. *μόνFος > μοῦνος ομηρ. ιων. — μόνος αττ.). Κατ' άλλους, όμως, το ομηρ. νοῦσος ανάγεται σε αρχ. αμάρτυρο τ. *νόσσος.
ΠΑΡ. νοσηρός, νοσώ, νοσώδης
αρχ.
νοσάζω, νοσακερός, νόσανσις, νοσηλός, νοσίζω, νόσιος, νουσαλέος
αρχ.-μσν.
νοσερός, νοσεύομαι
μσν.
νοσιαίος, νοσιάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νοσοκόμος, νοσοποιός
αρχ.
νοσογνωμονικός, νοσογνώμων, νοσοεργός, νοσόθυμος, νοσολογώ, νοσοτρόφος, νοσοτυφώ, νοσουργός, νουσαχθής, νουσοβαρής, νουσολύτης, νουσομελής, νουσοφόρος
μσν.
νοσομαχώ
νεοελλ.
νοσογεωγραφία, νοσογονία, νοσογόνος, νοσογραφία, νοσογραφικός, νοσογράφος, νοσολογία, νοσολογικός, νοσολόγος, νοσομανής, νοσοφοβία, νοσοφόρος, νοσοχθονολογία. (Β' συνθετικό) άνοσος, επίνοσος, πολύνοσος
αρχ.
ακεσσίνοσος, έννοσος, νευρόνοσος, παυσίνοσος, υπόνοσος
νεοελλ.
ζωονόσος, φυτονόσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νόσος — sickness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσος — η ασθένεια, αρρώστια, λοιμός, επιδημία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… …   Dictionary of Greek

  • Λιτλ, νόσος του- — Νόσος που προσβάλλει το νευρικό σύστημα του νεογνού. Έλαβε την ονομασία της από τον Άγγλο γιατρό Γουίλιαμ Λιτλ (William Little, 1810 1894). Χαρακτηρίζεται από σπαστικότητα (μερικές ομάδες μυών μένουν σταθερά συσπασμένες) και παράλυση κυρίως των… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοσπείρωση ή νόσος του Βάιλ — Λοιμώδης νόσος οφειλόμενη στο βακτηρίδιο σπειροχαίτη, συχνό παράσιτο των αρουραίων, το οποίο εκκρίνεται στα ούρα τους μολύνοντας τα νερά. Η νόσος προσβάλλει τα ζώα και περιστασιακά τον άνθρωπο, αν έρθει σε επαφή με το βακτηρίδιο. Η κλινική εικόνα …   Dictionary of Greek

  • λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… …   Dictionary of Greek

  • Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • έκτη νόσος — Μολυσματική νόσος, που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα και πυρετό και η οποία εκδηλώνεται σε βρέφη 6 μηνών έως 2 ετών και, σπανιότερα, σε βρέφη 2 μηνών και παιδιά 13 έως 14 ετών. Διαρκεί έως τέσσερις ημέρες …   Dictionary of Greek

  • λεγεωνάριων, νόσος — Λοιμώδης νόσος που προκαλείται από το βακτηρίδιο Legionella pneumophila, το οποίο μπορεί να μολύνει το νερό ή τα συστήματα κλιματισμού. Η κλινική εκδήλωση περιλαμβάνει υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, κοιλιακό πόνο και πνευμονία, ενώ επίσης μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”